Franco “Bifo” Berardi
(Nero 15/12/2022 – Lobo Suelto! 23/12/2022)
Ξεκίνησα να διαβάζω Félix Guattari το 1974. ΄Ημουν σε ένα στρατόπεδο στη νότια Ιταλία, όταν η στρατιωτική θητεία ήταν υποχρεωτική για νέους άνδρες με καλή ψυχική και σωματική υγεία, αλλά το να υπηρετώ την πατρίδα σύντομα με εκνεύρισε και έψαχνα να ξεφύγω όταν ένας φίλος μου πρότεινε να διαβάσω αυτόν τον Γάλλο φιλόσοφο που συνιστούσε την τρέλα σαν ένα τρόπο διαφυγής.
Οπότε διάβασα το Una tomba per Edipo. Psicoanalisi e trasversalità που είχε εκδοθεί από το Bertani και μου ενέπνευσε μια πράξη τρέλας. Ο συνταγματάρχης στην ψυχιατρική κλινική με αναγνώρισε σαν τρελό και έτσι κατάφερα να γυρίσω σπίτι.
Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησα να θεωρώ το Félix Guattari σαν ένα φίλο, οι προτάσεις του οποίου μπορούν να βοηθήσουν κάποιον να ξεφυγεί από οποιουδήποτε τύπου στρατόπεδο.
Το 1975, δημοσίευσα το πρώτο τεύχος ενός περιοδικού που λεγόταν A/traverso, που μετέφραζε σχιζοαναλυτικές έννοιες στη γλώσσα του κινήματος των φοιτητών και των νέων εργατών, γνωστό και ως Autonomia.
Το 1976, με μια ομάδα φίλων, ξεκίνησα να κάνω εκπομπή στο πρώτο ελεύθερο ιταλικό ραδιόφωνο, το Radio Alice. Η αστυνομία επενέβη για να κλείσει το ραδιοφωνικό σταθμό κατά της διάρκεια των τριών ημερών της φοιτητικής εξέγερσης στη Μπολόνια, μετά τη δολοφονία του Francesco Lorusso.
Το κίνημα της Μπολόνια του 1977 χρησιμοποιούσε την έκφραση “επιθυμούσα αυτονομία” [desiring autonomy] και η μικρή ομάδα των παραγωγών ραδιοφώνου και περιοδικών ονομάστηκε “transversales”.
Η αναφορά στο μεταδομισμό ήταν προφανής στις δημόσιες ανακοινώσεις, στα φυλλάδια και στα συνθήματα της άνοιξης του ‘77.
Είχαμε διαβάσει τον Αντι-Οιδίποδα και ενώ δεν καταλαβαίναμε πολλά, μια λέξη κέντρισε την προσοχή μας: η λέξη “επιθυμία”.
Καταλάβαμε αυτό το σημείο καλά: η μηχανή της διαδικασίας υποκειμενοποίησης είναι η επιθυμία. Πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε με όρους του “υποκειμένου”, πρέπει να ξεχάσουμε το Χέγκελ και όλη την σύλληψη της υποκειμενικότητας σαν κάτι το προπακεταρισμένο που απλά πρέπει να οργανωθεί. Δεν υπάρχει υποκείμενο, υπάρχουν ρεύματα επιθυμίας που ρέουν μέσα από οργανισμούς που είναι ταυτόχρονα βιολογικοί, κοινωνικοί και σεξουαλικοί· και συνειδητοί, βεβαίως. Η συνείδηση δεν υπάρχει χωρίς τη διαρκή εργασία του ασυνείδητου, αυτού του εργαστηρίου που δεν είναι ένα θέατρο επειδή μια ήδη γραμμένη τραγωδία δεν αναπαρίσταται εκεί, αλλά μια τραγωδία που διασχίζεται από ρεύματα επιθυμίας που γράφουμε και ξαναγράφουμε χωρίς σταματημό.
Από την άλλη, η έννοια της επιθυμίας δεν μπορεί να απομειωθεί σε μια πάντα θετική τάση. Η έννοια της επιθυμίας κρατά το κλειδί για την εξήγηση των κυμάτων κοινωνικής αλληλεγγύης και των κυμάτων επιθετικότητας, για την εξήγηση ξεσπασμάτων θυμού και σκλήρυνσης της ταυτότητας.
Κοινώς, η επιθυμία δεν είναι ένα καλό και χαρούμενο αγόρι· αντιθέτως, μπορεί να συστραφεί, να κλειστεί στον εαυτό της και να καταλήξει να παράγει αποτελέσματα βίας, καταστροφής, βαρβαρότητας.
Η επιθυμία είναι ο παράγοντας της έντασης στη σχέση με τον άλλο, αλλά αυτή η ένταση μπορεί να οδηγηθεί σε διαφορετικές και αντιθετικές κατευθύνσεις.
Ο Guattari μιλά επίσης για τα ritornelli [ρεφραίν], για να ορίσει σημειωτικές συνενώσεις ικανές για συσχέτιση με το περιβάλλον. Το ritornello είναι μια δόνηση της οποίας η ένταση μπορεί να συνενωθεί με την ένταση αυτού ή εκείνου του συστήματος σημείων, που σημαίνει, ψυχοσημειωτικών ερεθισμάτων.
Η επιθυμία είναι η αντίληψη ενός ritornello που παράγουμε για να συλλάβουμε τις γραμμές της διέγερσης που έρχονται από τον άλλον (ένα σώμα, μια λέξη, μια εικόνα, μια κατάσταση) και για να πλέξουμε ένα δίκτυο με αυτές τις γραμμές.
Με τον ίδιο τρόπο, η ορχιδέα και η σφήκα, δύο όντα που δεν έχουν καμία σχέση το ένα με το άλλο, μπορούν να παράξουν χρήσιμα αποτελέσματα το ένα για το άλλο.
Η επιθυμία δεν είναι δεδομένη φυσικά, αλλά μια ένταση που αλλάζει ανάλογα με τις ανθρωπολογικές, τεχνολογικές και κοινωνικές συνθήκες.
Για μια αναδιαμόρφωση της επιθυμίας
Είναι άρα ένα ερώτημα προβληματοποίησης της έννοιας της επιθυμίας στο συγκείμενο της τρέχουσας εποχής, μια εποχή που μπορεί να οριστεί από τη νεοφιλελεύθερη επιτάχυνση και την ψηφιακή επιτάχυνση.
Η νεοφιλελεύθερη οικονομία έχει επιταχύνει το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας, ειδικά της γνωσιακής εργασίας. Η ψηφιακή διασυνδετική τεχνολογία έχει επιταχύνει την κυκλοφορία της πληροφορίας και, κατά συνέπεια, έχει εντατικοποιήσει στο έπακρο το βαθμό της σημειωτικής διέγερσης, που είναι την ίδια στιγμή και νευρική διέγερση.
Αυτή η διπλή επιτάχυνση είναι η ρίζα και η αιτία της εντατικοποίησης της παραγωγικότητας που έχει καταστήσει δυνατή την αύξηση των κερδών και της συσσώρευσης του κεφαλαίου, αλλά επίσης η ρίζα και η αιτία της υπερεκμετάλλευσης του ανθρώπινου οργανισμού, ειδικά του εγκεφάλου.
Συνεπώς, σε εμάς πέφτει το καθήκον του να ξεχωρίσουμε τα αποτελέσματα που αυτή η υπερεκμετάλλευση έχει προκαλέσει στην ισορροπία της ψυχής και στην ευαισθησία των ανθρωπίνων όντων σαν άτομα και πάνω απ’ όλα σαν συλλογικότητες.
Συγκεκριμένα, το καθήκον είναι να στοχαστούμε πάνω στη μετάλλαξη που έχει επηρεάσει την επιθυμία, λαμβάνοντας υπόψη το τραύμα που προκάλεσε η εμπειρία της πανδημίας στη συλλογική ψυχή. Ο ιός μπορεί να διαλύθηκε, η μόλυνση μπορεί να γιατρεύτηκε αλλά το τραύμα δεν εξαφανίζεται εν μια νυκτί, συνεχίζει την εργασία του. Και η εργασία του τραύματος εκδηλώνεται με ένα είδος φοβικής επίγνωσης του σώματος του άλλου, ειδικότερα του δέρματος, των χειλιών, του σεξ.
Κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών του νέου αιώνα, διάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι η σεξουαλικότητα αλλάζει βαθιά και το ιικό σοκ έχει μόνο ενισχύσει αυτή την τάση που έχει τις ρίζες της στον τεχνο-ανθρωπολογικό μετασχηματισμό των τελευταίων τριάντα χρόνων.
Στο βιβλίο iGen: Why Today’s Super-Connected Kids Are Growing Up Less Rebellious, More Tolerant, Less Happy – and Completely Unprepared for Adulthood – and What That Means for the Rest of Us (2017), η Jean Twenge συζητά τη σχέση ανάμεσα στη διασυνδετική τεχνολογία και στις αλλαγές στην ψυχολογική και συναισθηματική συμπεριφορά των γενιών που έχουν διαμορφωθεί σε ένα τεχνο-γνωσιακό περιβάλλον μιας αριθμητικής και συνδεδεμένης φύσης.
Συνηθίζω να ορίζω τους ανθρώπους που ήρθαν στον κόσμο μετά το γύρισμα του αιώνα σαν τη γενιά που έμαθαν περισσότερες λέξεις από μια μηχανή παρά από την μοναδική φωνή ενός ανθρώπινου όντος.
Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο ορισμός είναι χρήσιμος για να καταλάβουμε το βάθος της μετάλλαξης που αναλύουμε: γνωρίζουμε από τον Φρόυντ ότι η πρόσβαση στη γλώσσα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς τη συναισθηματική διάσταση.
Ούτε θα έπρεπε να ξεχνάμε αυτό που ο Άγκαμπεν γράδει στο βιβλιο του Language and Death: η φωνή είναι το σημείο συνάντησης ανάμεσα στη σάρκα και το νόημα, ανάμεσα στο σώμα και το νόημα. Η φεμινίστρια φιλόσοφος Luisa Muraro επίσης προτείνει ότι η εκμάθηση του νοήματος συνδέεται με την εμπιστοσύνη του παιδιού προς τη μητέρα του. Πιστεύω πως μια λέξη σημαίνει αυτό που σημαίνει επειδή η μητέρα μου μού το είπε· αυτή εγκαθίδρυσε μια σχέση ανάμεσα στο αντικείμενο της αντίληψης και μια έννοια που σημαίνει.
Το ψυχικό θεμέλιο της απόδοσης νοήματος βασίζεται στην αρχέγονη πράξη συναισθηματικού μοιράσματος, στη γνωσιακή συν-εξέλιξη που εγγυάται η μοναδική δόνηση μιας φωνής, ενός σώματος, ενός είδους ευαισθησίας.
Αλλά τότε, τι συμβαίνει όταν η μοναδική φωνή της μητέρας (ή ενός άλλου ανθρώπινου όντος, δεν έχει σημασία) αντικαθίσταται από μια μηχανή;
Η αίσθηση ή το νόημα του κόσμου αντικαθίσταται τότε από την λειτουργία των σημείων που επιτρέπουν την επίτευξη επιχειρησιακών αποτελεσμάτων, στη βάση της λήψης και ερμηνείας σημείων που έχουν αδειάσει από κάθε συναισθηματικό βάθος και άρα από κάθε οικεία βεβαιότητα.
Εδώ η έννοια της επισφάλειας παρουσιάζει το ψυχολογικό και γνωσιακό της νόημα σαν η ευθραυστοποίηση και απο-ερωτικοποίηση της σχέσης με τον κόσμο.
Ο ερωτισμός σαν σαρκική ένταση της εμπειρίας και η επιθυμία στην (μη-εξαντλητική) σχέσης της με τον ερωτισμό βρίσκονται υπό αμφισβήτηση.
Επιθυμία και σεξουαλικότητα
Συσχετίζουμε γενικά την επιθυμία με τη σάρκα, με τη σεξουαλικότητα, με το σώμα που πλησιάζει το άλλο σώμα. Αλλά πρέπει να τονιστεί ότι η σφαίρα της επιθυμίας δεν μπορεί να απομειωθεί στη σεξουαλική της διάσταση, παρότι αυτή η υπόνοια είναι εγγεγραμένη στην ιστορία, την ανθρωπολογία και την ψυχανάλυση. Η επιθυμία δεν ταυτίζεται με τη σεξουαλικότητα και, στην πραγματικότητα, η σεξουαλικότητα μπορεί να νοηθεί χωρίς επιθυμία.
Στην έννοια και την πραγματικότητα της επιθυμίας υπάρχει κάτι περισσότερο από το σεξ, όπως μας δείχνει η φροϋδική έννοια της μετουσίωσης, η οποία αναφέρεται στην κάθεξη της επιθυμίας που δεν είναι ευθέως σεξουαλική.
Η πανδημία ολοκλήρωσε μια διαδικασία αποσεξουαλικοποίησης της επιθυμίας που βρισκόταν υπό κατασκευή εδώ και καιρό, αφού η επικοινωνία ανάμεσα σε συνειδητά και ευαίσθητα σώματα στο φυσικό χώρο αντικαταστάθηκε από την ανταλλαγή σημειωτικών ερεθισμάτων απουσία του σώματος. Αυτή η απο-υλικοποίηση της επικοινωνιακής ανταλλαγής δεν έσβησε την επιθυμία, αλλά την μετέφερε σε μια καθαρά σημειωτική (ή μάλλον υπερ-σημειωτική) διάσταση. Η επιθυμία τότε αναπτύχθηκε σε μια μη-σεξουαλική κατεύθυνση, ή αν θέλετε, μέτα-σεξουαλική, η οποία εμφανίστηκε στις συνθήκες απομόνωσης που η πανδημία κανονικοποίησε και σχεδόν θεσμοθέτησε. Πρέπει να ξανασκεφτούμε ολόκληρο το θεωρητικό και πρακτικό σώμα της ψυχολογίας, ψυχανάλυσης, ακόμα και της πολιτικής επειδή το υπόβαθρο της υποκειμενικότητας έχει ανατραπεί και μετασχηματιστεί.
Ο Ιταλός ψυχαναλυτής Luigi Zoja έχει εκδώσει ένα βιβλίο για την εξάντληση (και την τάση) της επιθυμίας να εξαφανιστεί (ο τίτλος είναι όντως Il declino del desiderio [Η πτώση της επιθυμίας]). Είναι ένα κείμενο γεμάτο με πολύ ενδιαφέροντα δεδομένα για τη δραστική μείωση της συχνότητας των σεξουαλικών επαφών και γενικά του χρόνου που αφιερώνεται στην επαφή, σε σχέσης που περιλαμβάνουν φυσική παρουσία. Αλλά η κεντρική υπόθεση του βιβλίου (η εξαφάνιση της επιθυμίας) μου φαίνεται συζητήσιμη. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι η ίδια η επιθυμία που εξαφανίζεται, αλλά η σεξουαλικοποιημένη έκφρασή της. Η φαινομενολογία της σύγχρονης συναισθηματικότητας χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από μια δραστική μείωση της επαφής, της απόλαυσης και της ψυχικής και φυσικής χαλάρωσης που η επαφή δέρμα-με-δέρμα καθιστά δυνατή. Αυτό συνεπάγεται μια απώλεια αισθησιακής εμπιστοσύνης, μια απώλεια της αίσθησης βαθιάς ανάμειξης που κάνει την κοινωνική ζωή υποφερτή: η απόλαυση του δέρματος που αναγνωρίζει τον άλλο μέσω της αφής, της αισθαντικότητας, η γλυκιά ευχαρίστηση της οικειότητας του βλέμματος.
Η διαστροφή της επιθυμίας και η σύγχρονη επιθετικότητα
Η αποσεξουαλικοποίηση κινδυνεύει στην πράξη να μετατρέψει την επιθυμία σε μια κόλαση μοναξιάς και οδύνης περιμένοντας να εκφραστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η βία χωρίς νόημα που όλο και πιο συχνά ξεσπά με τη μορφή της ένοπλης και δολοφονικής επιθετικότητας ενάντια σε περισσότερο ή λιγότερο άγνωστους αθώους (οι φονικές επιθέσεις που έχουν πολλαπλασιαστεί παντού ύστερα από το Columbine το 1999 και για τις οποίες το κύριο θέατρο είναι οι ΗΠΑ) δεν είναι τίποτα περισσότερο από την κορυφή του παγόβουνου ενός φαινομένου που σε πολιτικό επίπεδο διαταράσσει την ιστορία του κόσμου. Πώς μπορεί να εξηγηθεί η εκλογή ενός ατόμου σαν τον Donald Trump ή το Jair Bolsonaro από το μισό πληθυσμό των ΗΠΑ και της Βραζιλίας, αν όχι σαν μια εκδήλωση απόγνωσης και απέχθειας του εαυτού;
Η εκλογή ενός αδαούς ηλιθίου που εκφράζει ανοιχτά ρατσιστικές ή εγκληματικές απόψεις έχει προφανείς ομοιότητες (σε ψυχικό επίπεδο, αλλά και σε πολιτικό επίπεδο) με σφαγές που μπορούν μόνο να εξηγηθούν με όρους επίπονης τρέλας, αυτοκτονικής επιθυμίας. Αυτό που συνεχίζουμε να αποκαλούμε φασισμό, εθνικισμό ή ρατσισμό δεν μπορεί πια να εξηγηθεί με πολιτικούς όρους. Η πολιτική δεν είναι τίποτα περισσότερο από το θεαματικό τερέν στο οποίο εκδηλώνονται αυτά τα κινήματα, αλλά η δυναμική της σύγχρονης κοινωνικής επιθετικότητας δεν έχει σχεδόν σε τίποτα να κάνει με τις αυτο-ανακηρυσσόμενες αξίες του φασισμού του προηγούμενου αιώνα, με τον εθνικισμό του νεωτερικού κόσμου. Η ρητορική συχνά μοιάζει, αλλά το περιεχόμενο είναι κάθε άλλο παρά πολιτικά ορθολογικό.
Μόνο ο λόγος περί οδύνης, ταπείνωσης, μοναξιάς και απόγνωσης μπορεί να λάβει υπόψη το φαινόμενο που τώρα χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του κόσμου στη φάση εξάντλησης της νευρικής ενέργειας και αναμονής ενός αφανισμού που παρουσιάζει τον εαυτό του όλο και περισσότερο σαν ένας αναπόφευκτος ορίζοντας.
Η γενιά που ορίζεται με ειρωνική πικρία ως η “τελευταία γενιά” (επίσης “generation Z”), η γενιά που έχει μάθει περισσότερες λέξεις από μια μηχανή παρά από τη φωνή της μητέρας, ή κάποιου άλλου ανθρώπινου όντος, έχει διαμορφωθεί εντός ενός ολοένα και περισσότερο ανυπόφορου φυσικού και πνευματικού περιβάλλοντος. Η επικοινωνία αυτής της γενιάς έχει αναπτυχθεί σχεδόν πλήρως σε ένα τεχνο-εμβυθιστικό περιβάλλον του οποίου η συνεκτικότητα είναι καθαρά σημειωτική.
Προετοιμαζόμαστε να βιώσουμε τον ίδιο τον αφανισμό σαν μια εμβυθιστική εξομοίωση. Η παραγωγή των μέσων είναι αυξανόμενα εμποτισμένη με τα σημεία αυτής της απόγνωσης, που δρουν τόσο σαν συμπτώματα της ασθένειας όσο και σαν παράγοντες για τη μετάδοση μιας παθολογίας: Σκέφτομαι ταινίες όπως το Joker ή το Parasite αλλά και παγκόσμιες νεο-τηλεοπτικές σειρές, όπως το Squid Game του Netflix και χίλια άλλα παρόμοια προϊόντα.
Το ιικό τραύμα του Covid απλώς πολλαπλασίασε το αποτέλεσμα της υπερ-σημειοποίησης, αλλά οι τεχνικές και πολιτισμικές συνθήκες προϋπήρχαν. Σε αυτό το σημείο, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε αυτή τη μετάλλαξη και να μπορούμε να την ορίσουμε σαν μια απο-σεξουαλικοποιητική μετάλλαξη που προσβάλλει την επιθυμία.
Η επιθυμία δεν έπαψε να είναι η μηχανή της συλλογικής διαδικασίας υποκειμενοποίησης, αλλά αυτή η υποκειμενοποίηση τώρα εκδηλώνεται σαν άγχος, σαν αυτο-ακρωτηριασμός ή μερικές φορές σαν επιθετικότητα, επειδή με το να μην μπορεί να ανθίσει και να εκφραστεί, διαστρέφεται σε επιθετικές μορφές.
Η απο-σεξουαλικοποίηση της επιθυμίας της οποίας ίχνη βρίσκουμε παντού μεταφράζεται σε κοινωνικό επίπεδο σε απο-ιστορικοποίηση των κινήτρων για συλλογική δράση. Είμαστε μάρτυρες ενός μαζικού φαινομένου αποστασιοποίησης και παραίτησης / λιποταξίας [disengagement and desertion]: πλειοψηφική αποχή από την πολιτική, παραίτηση από την φυσική αναπαραγωγή, εγκατάλειψη της δουλειάς. Αυτό το φαινόμενο πρέπει να γίνει αντικείμενο θεωρητικής ανάλυσης (διάγνωσης) που να επιτρέψει στρατηγικές συλλογιστικής και πολιτικής δράσης (θεραπεία), οι οποίες μας λείπουν τελείως αυτή τη στιγμή.